- πφουντ
- και φούντι, το, Νγερμανικό μέτρο βάρους που ισοδυναμεί με μισό κιλό.[ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Pfund].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φούντι — Μικρό νησί στον νότιο Ευβοϊκό, κοντά στον όρμο Μαρμάρι. Στο νησί αυτό τοποθετήθηκε το 1913 ο πρώτος ελληνικός αυτόματος φάρος. * * * (I) το, Ν καθεμιά από τις σανίδες τού πυθμένα τού βαρελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fundus «πυθμένας»]. (II) το, Ν βλ … Dictionary of Greek
φούντι — το 1. (λ. ιταλ.), καθεμιά από τις σανίδες στον πάτο του βαρελιού. 2. (λ. γερμ.), η γερμανική λίτρα, το πφουντ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)